- φλογώδη
- aleve benzer
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φλογώδη — φλογώδης like flame neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φλογώδης like flame masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φλογώδης like flame masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο όμοιος με φλόγα, ο φλόγινος: Λάμψιν έχει όλην φλογώδη, χείλο, μέτωπο, οφθαλμός (Δ. Σολωμός). 2. αυτός που έχει το χρώμα της φλόγας, κατακόκκινος, της φωτιάς: Φλογώδη χείλη. 3. ο γεμάτος φλόγες: Φλογώδης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)